ειδωλολατρία

ειδωλολατρία
Η λατρεία που αποδίδεται στα είδωλα (βλ. λ. είδωλο). Οι ελληνόφωνοι Εβραίοι και οι πρώτοι χριστιανοί χαρακτήριζαν ειδωλολάτρες εκείνους που λάτρευαν τις διάφορες θεότητες του ελληνικού, ρωμαϊκού, αιγυπτιακού και ανατολικού πανθέου. Οι λατινόφωνοι χριστιανοί χρησιμοποιούσαν αντίστοιχα τον λατινικό όρο paganismus (από τον οποίο προέρχονται σήμερα οι αντίστοιχοι των άλλων γλωσσών· στην ελληνική γλώσσα παγανισμός), που σημαίνει αστράτευτος σε αντίθεση προς τους χριστιανούς, τους στρατιώτες του θεού. Από ιστορική πλευρά, η ε. της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, μέσα στην οποία αναπτύχθηκε ο χριστιανισμός, και η αντίθεσή της προς αυτόν ερμηνεύονται ως ένδειξη συντηρητικού πνεύματος και ως στάση που εκφράζει την προσκόλληση στις παραδοσιακές θρησκείες για τη διάσωση της αυτοκρατορίας από τον εκβαρβαρισμό, επειδή τα πιο ισχυρά πλήγματα προέρχονταν από τις ανατολικές θρησκείες. Ο χριστιανισμός, ο οποίος συγκαταλέγεται ανάμεσα στις θρησκείες αυτές, αποτέλεσε κύριο παράγοντα της παρακμής της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
* * *
η (AM εἰδωλολατρία)
η λατρεία τών ειδώλων, πολυθεϊκή λατρεία
ļ| νεοελλ. υπερβολική αφοσίωση σ' ένα πρόσωπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εἰδωλολατρία — εἰδωλολατρίᾱ , εἰδωλολατρία idolatry fem nom/voc/acc dual εἰδωλολατρίᾱ , εἰδωλολατρία idolatry fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδωλολατρίᾳ — εἰδωλολατρίᾱͅ , εἰδωλολατρία idolatry fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ειδωλολατρία — η 1. η λατρεία των ειδώλων, των ψεύτικων θεών. 2. μτφ., η υπερβολική αγάπη και αφοσίωση σε ορισμένο πρόσωπο, η προσωπολατρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εἰδωλολατρίας — εἰδωλολατρίᾱς , εἰδωλολατρία idolatry fem acc pl εἰδωλολατρίᾱς , εἰδωλολατρία idolatry fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδωλολατρίαι — εἰδωλολατρίᾱͅ , εἰδωλολατρία idolatry fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδωλολατρίαν — εἰδωλολατρίᾱν , εἰδωλολατρία idolatry fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδωλολατριῶν — εἰδωλολατρία idolatry fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδωλολατρίαις — εἰδωλολατρία idolatry fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Idolatry — The Adoration of the Golden Calf by Nicolas Poussin. Idolatry is a pejorative term for the worship of an idol, a physical object such as a cult image, as a god,[1] or practices believed to verge on worship, such as giving undue honour and regard… …   Wikipedia

  • παγανισμός — (από τη λατ. λέξη paganus = χωρικός). Η ειδωλολατρία και η πολυθεΐα. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε από τους χριστιανούς στους πρώτους 5 αι. του χριστιανισμού, κυρίως γιατί οι ειδωλολάτρες, διωγμένοι από τις πόλεις, κατέφευγαν στα χωριά (pagani =… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”